εγχώννυμι

εγχώννυμι
ἐγχώννυμι (AM) (Α και ἐγχωννύω)
μσν.
(για φυτά) βάζω μέσα στο χώμα
αρχ.
1. γεμίζω με χώμα
2. (για ποταμούς) κάνω πρόσχωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσεγχώννυμι — Μ καλύπτω κι άλλο με χώμα, γεμίζω με χώμα επί πλέον («ἁδρὰν προσεγχώσαντες γῆν», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐγχώννυμι «γεμίζω με χώμα, (για φυτά) βάζω μέσα στο χώμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”